γεροντικό

γεροντικό
γεροντικό το
отечник – сказания, поучения и жития преподобных отцов Церкви
Этим.
< γέροντας «старец»

Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "γεροντικό" в других словарях:

  • Σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας …   Dictionary of Greek

  • γεροντικός — ή, ό (AM γεροντικός, ή, όν) αυτός που ανήκει, ταιριάζει ή αναφέρεται σε γέροντες νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το γεροντικό 1. η αίθουσα συνεδριάσεων τής μονής 2. (επί τουρκοκρατίας) η αίθουσα συνεδριάσεων τών γερόντων, το αρχοντικό μσν. βιβλίο που… …   Dictionary of Greek

  • σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας …   Dictionary of Greek

  • Ντέλα Ρόμπια, Λούκα — (Luca Della Robbia, Φλωρεντίνα 1400 – 1482). Ιταλός γλύπτης και πηλοπλάστης.Υπήρξε ένας από τους πιο ενδιαφέροντες γλύπτες της Φλωρεντίας του 15ου αι. Εκπροσωπεί μια από τις κλασικίζουσες τάσεις της τοσκανικής γοτθικής τέχνης, αλλά διαφέρει από… …   Dictionary of Greek

  • ГЕРМАН СТАВРОВУНИОТ — Игум. Герман Ставровуниот Игум. Герман Ставровуниот [Хаджигеоргиу Георгий; греч. Γερμανὸς ὁ Σταυροβουνιώτης] (3.11.1906, окр. Фамагуста, Кипр 31.08.1982), игум. кипрского мон ря Ставровуни, старец. Род. в с. Авгору в семье благочестивых родителей …   Православная энциклопедия


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»